- διαψαίρω
- διαψαίρω (Α)1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω2. (για πουλιά) σκαλίζω3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαψαίρω — διά ψαίρω graze pres subj act 1st sg διά ψαίρω graze pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)